-
1 τέγγω
τέγγω, fut. τέγξω (vgl. tingo, tünchen), benetzen, anfeuchten; ὕδωρ τέγγει γυῖα, Pind. N. 4, 4; auch δάκρυα τέγγειν, Thränen vergießen, 10, 75, wie Soph. ἤ που ἀδινῶν χλωρὰν τέγγει δακρύων ἄχναν, Trach. 845; παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς, Aesch. Prom. 400, vgl. Pers. 532, von Thränen; Soph. sagt auch davon νεφέλη τέγγουσ' εὐῶπα παρειἀν, Ant. 526; pass., πολλάκις δὴ τοὐμὸν ἔτέγχϑη κρᾶτα, Phil. 1456; τί χλωροῖς δακρύοις τέγγεις κόρας, Eur. Med. 922 u. öfter; τέγξαι μύρῳ εὐώδεϊ, Anacr. 48, 18; im med. weinen, Aesch. Pers. 1022; ὄμβρος χαλάζης ἐτέγγετο, er floß herab, Soph. O. R. 1279. Daher auch erweichen, bes. übertr., Einen rühren, zum Mitleid bewegen, Eur. Hipp. 303, Valck.; pass. sich erweichen lassen, weich werden, nachgeben, dem μαλϑάσσομαι entsprechend, Aesch. Prom. 1010; χωρεῖτ' ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσϑε, Ar. Lys. 550; ὥστε μὴ τέγγεσϑαι ὑπὸ κακοδοξίας, Plat. Rep. II, 361 c; μηδὲν τεγχϑέντων, Legg. IX, 880 e; οὐ τεγχϑεὶς οὐδ' εἴξας, Plut. Alc. et Cor. 2. – Auch = färben, und übh. womit vermischen, οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον, Pind. Ol. 4, 17; π υῤῥὰν ζαπληϑῆ δάσκιον γενειάδα ἔτεγγε, Aesch. Pers. 309.
См. также в других словарях:
τέγγω — Α 1. υγραίνω, μουσκεύω («τέγγε πλεύμονας οἴνῳ», Αλκ.) 2. υγροποιώ 3. πλένω («ἐν θαλάττῃ τέγγει τοὺς πόδας», Πλάτ.) 4. μτφ. α) προκαλώ τον οίκτο β) κηλιδώνω («οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον», Πίνδ.) 5. μέσ. τέγγομαι κλαίω, θρηνώ 6. φρ. α) «τέγγω δάκρυα [ή… … Dictionary of Greek